διαιτησία

διαιτησία
(Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται, με εξαίρεση πάντως της ποινικής ύλης, σε όλους τους κλάδους του δικαίου, εσωτερικού και διεθνούς, ιδιωτικού και δημοσίου. Παρουσιάζει το μεγάλο προτέρημα ότι την επίλυση της διαφοράς αναλαμβάνουν πρόσωπα που με την πείρα ή με τις ειδικές τους γνώσεις είναι σε θέση να δώσουν λύσεις που ανταποκρίνονται στις αντικειμενικές απαιτήσεις του δικαίου και της επιείκειας· χαρακτηρίζεται επίσης από το πλεονέκτημα ότι η επίλυση της διαφοράς γίνεται κατά κανόνα με μεγαλύτερη συντομία από ό,τι στα συνήθη δικαστήρια. Την υπαγωγή των διαφορών στη δ. προβλέπουν πολλοί νόμοι· τις θεσμικές και διαδικαστικές διατυπώσεις και τους όρους, σε ό,τι αφορά τις διαφορές ιδιωτικού δικαίου, ρυθμίζει σήμερα γενικά ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, αν πρόκειται για διαφορές που θα ανακύψουν στο μέλλον, η συμφωνία είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αφορά ορισμένη έννομη σχέση· έγγραφο απαιτείται και στις άλλες περιπτώσεις, αλλά η έλλειψή του θεραπεύεται αν οι ενδιαφερόμενοι συμμετέχουν χωρίς επιφύλαξη στη διαιτητική διαδικασία ή αν η συμφωνία γίνεται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της εκδίκασης, οπότε η υπόθεση παραπέμπεται σε διαιτητές. Διαιτητές μπορούν να οριστούν ένας ή πολλοί (ακόμα και ολόκληρο δικαστήριο). Κάθε ενδιαφερόμενος ορίζει ίσο αριθμό διαιτητών· αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι του ενός, ορίζεται επιδιαιτητής. Ο ΚΠΔ ορίζει τις περιπτώσεις που το δικαστήριο διορίζει το ίδιο τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή. Ο ορισμός διαιτητή και επιδιαιτητή δεν ανακαλείται παρά μόνο με κοινή συμφωνία των μερών. Προβλέπεται καταβολή αμοιβής και εξόδων στους διαιτητές. Κατά τη διαδικασία εξετάζονται μάρτυρες και πραγματογνώμονες με ή χωρίς όρκο. Η απόφαση συντάσσεται εγγράφως και μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης (εντός τριών μηνών). Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης είναι το εφετείο του τόπου όπου εκδόθηκε η απόφαση δ.Ειδικές διατάξεις ρυθμίζουν το θέμα της οργάνωσης μόνιμων δ. στα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια, στα χρηματιστήρια και στις επαγγελματικές οργανώσεις που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Ο θεσμός της δ. γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στις διεθνείς σχέσεις από τους αρχαίους χρόνους. Στη σύγχρονη εποχή η δ. εγκαινιάστηκε με την περίφημη συνθήκη Jay της 19ης Νοεμβρίου 1794 μεταξύ ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας· επακολούθησαν πολλές εκατοντάδες δ. σε διάφορα μέρη του κόσμου. Τους κανόνες που αφορούν τη διεθνή δ. κωδικοποίησαν οι συνδιασκέψεις της Χάγης του 1899 και του 1907.
* * *
η
1. η επίλυση διαφοράς μεταξύ ατόμων ή κρατών από τρίτους, τους οποίους επιλέγουν τα ενδιαφερόμενα μέρη
2. το έργο τού διαιτητή ή τών διαιτητών
3. η διαδικασία που ακολουθούν οι διαιτητές κατά την επίλυση τής διαφοράς
4. επίβλεψη αθλητικού αγώνα και ιδίως ποδοσφαιρικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. arbritrage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού 'Αγγέλου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαιτησία — η 1. η επίλυση μιας διαφοράς από τρίτους, τους διαιτητές, που επιλέγονται από τους διαδίκους: Ο ΟΗΕ παρέπεμψε τη διαφορά των δύο κρατών στη διαιτησία. 2. (αθλητ.), η επίβλεψη της εφαρμογής αθλητικών κανόνων από αρμόδια πρόσωπα, τους διαιτητές:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • καταδίαιτα — καταδίαιτα, ἡ (Α) καταδικαστική απόφαση σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δίαιτα «διαιτησία»] …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Πασί, Φρειδερίκος — (Passy, 1822 – 1912). Γάλλος οικονομολόγος και ειρηνιστής. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης για την Ειρήνη (1867) και της Εταιρείας για τη διαιτησία μεταξύ των εθνών (1870). Την περίοδο 1881 89 εξελέγη βουλευτής και, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αιρετοκρισία — η [αιρετοκριτής] διαιτησία, διαδικασία, διεξαγωγή δίκης από αιρετοκριτές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”